μετανίσομαι

μετανίσομαι
μετανίσομαι [pron. full] [ῑ],
A pass over,

Ἠέλιος μετενίσετο βουλυτόνδε Il.16.779

, Od.9.58: c. acc., pass into, enter,

Καρκίνον ἠέλιος μ. AP9.384.13

.
2 of a river, flow into another, A.R.4.628.
II c. acc., pursue, E.Tr.131 (anap.); win, get possession of, [πλοῦτον] Pi.P.5.8; go in quest of, A.R.1.1245, cf. E.Hyps.Fr. (3) 1 iii 37 (lyr., -νεισεται Pap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”